Η δημοκρατία, ως πολιτειακό και κοινωνικό σύστημα, προϋποθέτει τη συνεχή αλληλεπίδραση ανάμεσα στους πολίτες και τους θεσμούς εξουσίας. Η εκλογική διαδικασία, αν και αποτελεί τον πλέον αναγνωρίσιμο μηχανισμό αυτής της αλληλεπίδρασης, δεν εξαντλεί το περιεχόμενο της δημοκρατικής συμμετοχής. Η ενεργός εμπλοκή του πολίτη, η διαρκής ενημέρωση και η καλλιέργεια πολιτικής συνείδησης συνιστούν κρίσιμες προϋποθέσεις για τη διατήρηση της πολιτικής νομιμοποίησης και τη βιωσιμότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η αναγνώριση των νέων κοινωνικών αναγκών αποτελεί το πρώτο στάδιο μιας ώριμης πολιτικής κουλτούρας. Το δεύτερο, βαθύτερο στάδιο, αφορά στην κατανόηση του ρόλου του πολίτη ως φορέα ευθύνης και όχι απλώς ως αποδέκτη πολιτικών αποφάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η εκλογική πράξη δεν μπορεί να ιδωθεί ως μια τυπική ή παθητική διαδικασία, αλλά ως έκφραση συμμετοχικού πολιτικού λόγου, μέσω του οποίου οι πολίτες διαμορφώνουν τη συλλογική κατεύθυνση της κοινωνίας.
Η σύγχρονη εποχή χαρακτηρίζεται από πρωτοφανή πρόσβαση στην πληροφορία και στα μέσα δημόσιου διαλόγου. Η «ψηφιακή δημοκρατία» προσφέρει στον πολίτη τη δυνατότητα άμεσης ενημέρωσης και συμμετοχής, αλλά παράλληλα δημιουργεί νέες προκλήσεις. Η υπερπληροφόρηση, η παραπληροφόρηση και η επιφανειακή επικοινωνιακή πολιτική συχνά υπονομεύουν τη δυνατότητα ουσιαστικού πολιτικού στοχασμού. Έτσι, ο ψηφοφόρος καλείται να επιδείξει αυξημένες γνωστικές και κριτικές ικανότητες, ώστε να διακρίνει την ουσία της πολιτικής πρότασης από τον επικοινωνιακό της μανδύα. Η ενημερωμένη ψήφος καθίσταται επομένως πράξη πολιτικής ωριμότητας και όχι απλής επιλογής.
Από την άλλη πλευρά, οι πολιτικοί φορείς και τα πρόσωπα που τους εκπροσωπούν οφείλουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις αυτής της νέας πραγματικότητας. Η πολιτική αντιπροσώπευση δεν μπορεί πλέον να περιορίζεται στη ρητορική ή στην αναπαραγωγή στερεοτύπων εξουσίας. Απαιτείται ουσιαστική συμμετοχή στη διαμόρφωση πολιτικών, ικανότητα κατανόησης των κοινωνικών δεδομένων και προσήλωση σε αρχές που θεμελιώνουν τη δημοκρατική ηθική, ήτοι της διαφάνειας, λογοδοσίας, και σεβασμού στο δημόσιο συμφέρον. Η ηγεσία, υπό αυτή την οπτική, νοείται όχι ως μηχανισμός ελέγχου, αλλά ως λειτουργία υπηρεσίας προς την κοινωνία.
Η αποπολιτικοποίηση και η αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες συνιστούν σήμερα μία από τις σημαντικότερες εκφάνσεις του λεγόμενου «δημοκρατικού ελλείμματος». Η αποστασιοποίηση των πολιτών από τον δημόσιο βίο δεν είναι μόνο σύμπτωμα απογοήτευσης, αλλά και ένδειξη αποδυνάμωσης των θεσμών συμμετοχής. Η αντιμετώπιση του φαινομένου δεν μπορεί να επιτευχθεί με ηθικολογικές προσεγγίσεις ή επιφανειακή κριτική. Αντιθέτως, προϋποθέτει τη συστηματική ενίσχυση της πολιτικής παιδείας, τη δημιουργία διαύλων ουσιαστικού διαλόγου και την ανάδειξη της συμμετοχής ως μορφής συλλογικής ευθύνης και προσωπικής ενδυνάμωσης.
Η κυπριακή κοινωνία, όπως και πολλές άλλες ευρωπαϊκές, καλείται να επαναπροσδιορίσει τη σχέση πολίτη και πολιτικής εξουσίας, ώστε να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη και τη νομιμοποίηση των δημοκρατικών θεσμών. Η ποιότητα του δημόσιου βίου δεν εξαρτάται μόνο από τη λειτουργία των θεσμών, αλλά από τη διάθεση των πολιτών να συμμετέχουν ενεργά, να απαιτούν διαφάνεια και να στηρίζουν την πολιτική πράξη στη γνώση και στις αξίες. Η δημοκρατία δεν είναι δεδομένο κεκτημένο αλλά μια διαδικασία συνεχούς ανανέωσης που στηρίζεται στη συμμετοχή, την ευθύνη και την πίστη στον άνθρωπο ως κεντρικό υποκείμενο της πολιτικής.